Ανακαλύπτοντας τον πνευματικό κόσμο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη


To εξώφυλλο της εργασίας μας επιμελήθηκε η μαθήτρια Αντιγόνη Πίκουλη
Είναι ένα κολάζ από εικόνες που ζωγράφισαν οι μαθητές στα πλαίσια της Ερευνητικής Εργασίας.

To νησί του Παπαδιαμάντη

Η Σκιάθος ανήκει στις βόρειες Σποράδες. Για την ονομασία του νησιού υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Μία από αυτές είναι ότι την ονομασία την πήρε από τη σκιά που ρίχνει στο νησί το Άγιο Όρος. Επίσης μία άλλη εκδοχή λέει ότι πήρε το όνομα από τη σκιά της Ευβοίας, καθώς ξεκίνησαν από εκεί οι Χαλκιδαίοι και πήγαν στο νησί. Μία τρίτη και πιθανότερη εκδοχή είναι ότι η Σκιάθος πήρε τη συγκεκριμένη ονομασία από τα πολλά δέντρα που έχει το νησί και δημιουργείται σκιά. Ιδρύθηκε τον 6ο ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.χ. και πρώτοι κάτοικοί της ήταν οι Πελασγοί , που μάλλον προέρχονται από τη Θράκη. Η Σκιάθος έχει γράψει και αυτή την ιστορία της στον πολιτισμό της Ελλάδας. Το 1794 ιδρύθηκε το μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου το οποίο είχε συνεισφορά και στην Επανάσταση του 1821 αλλά και αργότερα για τη Σκιάθο. Επίσης κατά τη διάρκεια της Κατοχής από τους Γερμανούς και τους Ιταλούς , αρκετοί στρατιωτικοί που είχαν πολεμήσει βρήκαν καταφύγιο εκεί με βασικό στέλεχος τη Σκιαθίτισσα Σεραϊνώ Κάλιαρου ή Καλιαρίνα .Την 14η Σεπτεμβρίου 1943 βυθίστηκε το υποβρύχιο Υ1- <<Κατσώνης>> , ύστερα από σκληρό αγώνα με γερμανική κορβέτα ,στο Κάστρο της Σκιάθου.Την 23η Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί έκαψαν180 σπίτια και σκότωσαν 9 Σκιαθήτες εξαιτίας της αιχμαλωσίας των Σκιαθιτών από έναν αξιωματικό τους. Το νησί παλαιότερα άνηκε στη δικαιοδοσία της Εύοιας και αργότερα όπως και στη σημερινή εποχή στη Μαγνησία. Η Σκιάθος έδωσε αισθητά το παρών στους αγώνες της Ελλάδας για την Ελευθερία και μάλιστα κατά τους Βαλκανικούς Αγώνες οι νεκροί της ξεπερνάνε τα 30 άτομα. Στο νησί αυτό με την τεράστια ιστορία είχε γεννηθεί ένας μεγάλος Έλληνας λογοτέχνης ,ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.

Επιμέλεια:  Γκενές Σπύρος,  Μηνούσης Βασίλης, Ζιάγκος Θεοφάνης, Μητσάκης Δημήτρης.

Συγγραφικό έργο και ύφος του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ξεκίνησε την δημοσίευση των έργων του το 1879 με την δημοσίευση σε συνέχειες του μυθιστορήματος του ‘’Η Μετανάστης’’ και των ‘’Μη Χάνεσαι’’ και ‘’Ακρόπολης’’. Η έκδοση σε τόμους των Απάντων του Παπαδιαμάντη άρχισε μόλις σαράντα χρόνια μετά από τον θάνατο του το 1951 όταν δηλαδή έληξαν τα κατά τον νόμο συγγραφικά δικαιώματα των κληρονόμων του . Προηγουμένως στην παλαιά σειρά των εκδόσεων φέξη είχε συγκεντρωθεί μία εύλογη πεζογραφημάτων του σε τομίδια πολύ μικρού σχήματος . Σποραδικές εκδόσεις έργων του ,ιδιαίτερα της Φόνισσας , παρουσιάστηκαν και από άλλους εκδότες μετά τον θάνατο του και πριν από το 1951. Παρά τις δυσκολίες όμως που δημιούργησε αυτός ο ελλιπής τρόπος έκδοσης στην συστηματική μελέτη του , το έργο του Παπαδιαμάντη αποτελούν τα << Σκιαθίτικα >> διηγήματα του , αρκετά από τα οποία έχουν γενικά αναγνωριστεί ως τα αριστουργήματα της πεζογραφίας μας . Όπως και άλλοι σύγχρονοι του , κατόρθωσε και ο Παπαδιαμάντης να συμβιβάζει τον ρεαλισμό που επικρατούσε στην εποχή , με την ποιητική ουσία .Εξακολουθεί και σήμερα να γοητεύει τον αναγνώστη το χαριτολόγο δηκτικό και μερικές φορές σατιρικό πνεύμα του και το ευτελώς προσωπικό ύφος του παρά την ιδιότυπη γλωσσική μορφή του και η οποία είναι κράμα από ποικίλα γλωσσικά στοιχεία διαλεκτικά της καθαρεύουσας ,της δημοτικής ,της βυζαντινίζουσας εκκλησιαστικής γλώσσας και της αρχαιοελληνικής . Το του είναι ανεπανάληπτο αυστηρά προσωπικό. Χρησιμοποιεί εκκλησιαστική φρασεολογία και βυζαντινές λέξεις υποβλητικής δύναμης . Η γνωριμία του με την αγγλική λογοτεχνία ,έργα της οποίας μετάφρασε στα ελληνικά δείχνει κάποιον επηρεασμό του από τον Ντίκευς ιδίως ως προς την χιουμοριστική του διάθεση ,όπως και από τον Άγγλο μυθιστοριογράφο Χωλ Κάιν , του οποίου έργα είχε μεταφράσει ο Παπαδιαμάντης . Τα διηγήματα του εντάσσονται στην ηθογραφία. Οι ήρωες του είναι απλοί , ταπεινοί άνθρωποι των οποίων τα πάθη ίσως να μην είναι πολυσύνθετα και ποικιλόμορφα , να μην εκδηλώνονται με βίαιες εκρήξεις και να δημιουργούν αληθινά δραματικές θέσεις αλλά είναι πάντοτε ανθρώπινα πάθη ,γεμάτα από την αλήθεια , της πραγματικότητας απαλλαγμένα κάθε προσπάθειας πλαστογράφησης τους.
Επιμέλεια: Κώτσιας Στέφανος, Μπάρη Ζωή, Βενέτης Αλέξανδρος, Σταύρου Ανδρέας

Οι δύο Αλέξανδροι

O Aλέξανδρος Μωραϊτίδης γεννήθηκε το 1850. Ήταν ένας απ΄τους χαρακτηριστικότερους εκπροσώπους της ηθογραφίας καθαρεύουσας συγγραφέας θεατρικών αλλά και εκκλησιαστικών έργων. Ακόμα ήτανε μεταφραστής και δημοσιογράφος και ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους. Παντρεύτηκε περίπου το 1900 την Βασιλική Φουλάκη. Όταν μετακόμισαν σπίτι τους δημιουργώντας το σπίτι σαν εκκλησία. Όταν πέθανε η γυναίκα του κλείστηκε στον εαυτό του και τον τελευταίο χρόνο της ζωής του έγινε μοναχός και πέθανε στην Σκιάθο. Ακόμη είχε βραβευθεί αρκετές φορές και είχε τιμηθεί από τι Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Βλέπουμε αρκετές ομοιότητες με τον Παπαδιαμάντη. Τυχαίνει να είναι στενά ξαδέρφια. Είχαν πολύ καλές σχέσεις μεταξύ τους. Γεννήθηκαν και οι δυο στη Σκιάθο και έζησαν με την επιθυμία και το προαίσθημα να πεθάνουν και να αναπαυθούν στον τόπο που τόσο αγάπησαν. Από Σκιαθίτες έγιναν μέσα από το θαυμάσιο έργο τους Πανελλήνιοι Όπως αναφέρει ο Σπύρος Μελάς ο θεός τους έπλασε και τους δύο παράλληλα έτσι ώστε ότι λείπει από τον έναν Αλέξανδρο, τον Παπαδιαμάντη το συναντάμε στον Μωραϊτίδη. Δεν είναι λοιπόν εφικτό να γράψει κάποιος για τον έναν χωρίς να αναφερθεί και στον άλλον. Επιπλέον είχαν και οι δυο τους επιρροή από εκκλησιαστικά ιδανικά κυρίως βυζαντινής προέλευσης καθώς είχαν χριστιανική ανατροφή και ήταν ο ένας γιος και ο άλλος εγγονός παπά. Έχουν κοινή πεποίθηση για την δυστυχία σε αντίθεση με την φτώχεια την οποία θεωρούν αρετή απόκοσμοι και επιζητούν την εσωτερική μόνωση ..Εξαιτίας αυτού κάποιοι τους χαρακτήρισαν μισάνθρωπους και ακοινώνητους . Δεν ζητούν από την ζωή τους τις μεγάλες αποφάσεις αλλά τις φυσικές καταστάσεις. Τέλος απόφευγαν στενές γνωριμίες με άλλους λογοτέχνες (μεταξύ τους είχαν στενό δεσμό) Στο δείπνο που έπαιρναν μαζί δέχονταν παρέα με μεγάλη δυσκολία. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης εκοιμήθη το 1911 και ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης το 1929.

Επιμέλεια: Μποροδήμου Όλγα, Βλάχου Βασιλική, Σταύρου Σπυριδούλα, Στεργίου Πέτρος, Μπέλλος Χρήστος

Βιογραφικά στοιχεία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

O A. Παπαδιαμάντης γεννήθηκε το 1851 στη Σκιάθο, στις 4 Μαρτίου. Γονείς του ήταν ο Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ιερέας που καταγόταν από ναυτική οικογένεια και η Αγγελική, κόρη του Αλέξανδρου Μωραίτη. Ο Α. Παπαδιαμάντης ονομαζόταν στην πραγματικότητα Α. Χατζηγιάννης , αλλά καθιερώθηκε το Παπαδιαμάντης ως γιος του παπα-Αδαμαντίου. Είχε επίσης ένα μεγάλο αδερφό, τον Εμμανουήλ, ο οποίος πέθανε σε μικρή ηλικία. Ο νονός του διετέλεσε 3 θητείες δήμαρχος της Σκιάθου. Ξεκινά το δημοτικό στη Σκιάθο και το γυμνάσιο στη Χαλκίδα. Διακόπτει τη φοίτησή του για να πραγματοποιήσει μια περιοδεία στο Άγιο Όρος. Το έτος 1874 γράφεται στη φιλοσοφική σχολή με το όνομα Αλέξανδρος παπα Αδαμαντίου, έχοντας συμφοιτητή τον Γεώργιο Βιζυηνό, δεν πήρε όμως ποτέ το δίπλωμα. Τις ελεύθερές του ώρες τις περνάει σε ένα μπακάλικο στο Ψυρρή, ενώ παράλληλα εργάζεται ως μεταφραστής στην εφημερίδα του Κορομηλά. Κάνει επίσης τον ψάλτη και τον τυπικάρη. Συνεργάζεται έντονα με πολλές εφημερίδες. Το φθινόπωρο του 1910 έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι με πνευμονία και αμέσως μετά, τον Γενάρη του 1911 πεθαίνει στη Σκιάθο. Είχε μόλις παραλάβει τον αργυρό σταυρό του Σωτήρος. Η κηδεία του έγινε στις 3 Ιανουαρίου και τον επικήδειο εκφώνησε ο τότε δημοδιδάσκαλος Γεώργιος Α. Ρήγας.
Επιμέλεια: Κουτσούλη Χρυσοβαλάντω, Ντέλλου Μαρία, Πίκουλη Αντιγόνη, Στεργίου Βασιλική, Φειδεροπούλου Βίκυ

Παιδική Πασχαλιά

Το διήγημα του Παπαδιαμάντη μας κάνει μια αναδρομή στο παρελθόν και συγκεκριμένα σε μία παιδική πασχαλιά. Αφού πρώτα μας διηγεί και την τωρινή κατάσταση που επικρατεί. Αρχικά ,μας μιλάει για τον χαμό της μάνας και του αγέννητου παιδιού και για τα άλλα δύο παιδιά που έμειναν με την γιαγιά τους γιατί ο πατέρας τους ήταν ναυτικός. Επειδή η γιαγιά τους ήταν φιλάργυρη δεν πλήρωνε για οικιακή βοηθό παρόλο που την είχαν ανάγκη. Μάλιστα επέβαλε στην εγγονή της να κάνει αυτή τις δουλειές του σπιτιού. Τα παιδιά στεναχωριόταν για αυτή την κατάσταση. Εξαιτίας αυτής της κατάστασης κάνει μια αναδρομή στο τελευταίο Πάσχα που έζησε μαζί με την μάνα τους.
Η αναδρομή της ξεκινάει λέγοντας πως η μάνα της ήταν επτά μηνών έγκυος και την Μεγάλη Πέμπτη μετά την λειτουργία της εκκλησίας η μητέρα έκανε διάφορες εργασίες όπως η βαφή των αυγών που δήλωναν χαρά και ήταν σχετικές με την γιορτή του Πάσχα. Ακόμα ερχόντουσαν ως επισκέπτες παιδιά με στολισμένους σταυρούς για να πουν πασχαλινά άσματα τα οποία υμνούσαν την μητέρα του σπιτιού. Επίσης γίνεται αναφορά στο μικρό εγωιστή Ευαγγελινό ο οποίος παραπονούταν για το μέγεθος της κουλούρας που του είχε δώσει. Φαίνεται ότι είναι ιδιαίτερα καλομαθημένος μιας και η μάνα του τον παρηγορεί με ιδιαίτερη φροντίδα. Το απόγευμα της επόμενης μέρας(Μεγάλη Παρασκευή) η μητέρα πήγε μαζί με τα παιδία της στην εκκλησία για να παρευρεθούν στην ακολουθία του επιταφίου( ο οποίος πραγματοποιούνταν με μεγαλοπρέπεια και δοξάσεις).Μάλιστα θυμάται με λεπτομέρειες το ατυχές γεγονός με τον αδερφό της ο οποίος έσπασε τον αμφορέα με το νερό. Τα ξημερώματα του Μ. Σαββάτου λοιπόν, πήγαν τα παιδία με την μητέρα τους στην εκκλησία, για να τραγουδήσουν παθητικά άσματα στην ύπαιθρο με αναμμένες λαμπάδες. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στον Ευαγγελινό και στον αστείο τρόπο που έψελνε. Με το πρωινό ξύπνημα από βελάσματα αρνιών και την ανατολή του ηλίου το μεγάλο Σάββατο. Θαύμασαν την ομορφιά της ανοιξιάτικης εκείνης μέρα. Το απόγευμα ο πατέρας έφερε πασχαλινές λαμπάδες στολισμένες με τεχνητά άνθη και χρυσόχαρτα στα παιδία με τον Ευαγγελίνο να παραπονιέται ξανά πως η αδερφή του είχε μεγαλύτερη λαμπάδα και να σπάει την δικιά του. Τα μεσάνυχτα μετά την Ανάσταση γέμισε όλη η πλατεία με φως από τα κεριά και από τις φωνές και τα γέλια τον παιδιών τα οποία έριχναν δυναμιτάκια στο περίβολο της εκκλησίας ( στο οποίο έγινε αναφορά).Επίσης τα παιδία τσούγκριζαν τα αυγά και ένα παιδί πιο πονηρό από τα άλλα είχε πλαστικό αυγό βαμμένο κόκκινο με το οποίο ξεγέλασε τους υπόλοιπους και ακολουθώντας το έθιμο έφαγε εκείνος τα αυγά .Λίγο πιο κάτω τσακώνονταν δυο παιδιά για το ποια λαμπάδα είναι πιο ωραία με αποτέλεσμα να βάλω τα κλάματα Επίσης το απόγευμα αφού έγινε και β ανάσταση και η αγάπη όλοι πήγαν στη πλατεία για την πυρπόληση του εβραίου. Όπου η Μορφώ του περιγράφει (πάλι θυμάμαι το γεγονός χαρακτηριστικά)άσχημο με χύτρα στο κεφάλι .Επίσης φορούσε γυαλιά(σαν αυτά που φόραγε και η γιαγιά της όταν έραβε η μπάλωνε τα ρούχα και μακριά φορέματα .Επίσης στο αριστερό πλευρό είχε ένα πουγκί και ένα σακί. Αφού λοιπόν τον κρέμασαν άρχισαν να το πυροβολούν και στο τέλος τον έκαψαν. Μετά από αυτό, η μητέρα έστρωσε το τραπέζι στο σπιτι το οποίο περιείχε τυριά, κόκκινα αυγά και φυσικά το ψημένο αρνι. Αφου τα παιδιά άρχισαν να τσουγκρίζουν τα αυγά. \
Όλα αυτά όμως είχαν γίνει όταν ζούσε η μητέρα τους και ο πατέρας τους ήταν εκεί. Στην θέση τους είναι πλέον η γιαγιά τους η οποία ροχάλιζε στο δωμάτιό της. Αντί για τα κόκκινα αυγά υπήρχε ο πυρετός και στην θέση των επίχρυσων λαμπάδων ήταν τα βλοσυρά μάτια. Στη θέση της παιδικής εκείνης πασχαλιάς και της χαράς υπήρχε πλέον λύπη και η ανεπανόρθωτη συμφορά. Παρόλα αυτά η γριά Κομνιάκαινα δεν πέθανε και ο γιός της γύρισε και άρχισε να ετοιμάζεται για δεύτερο γάμο. Το θέμα είναι αν τα δύο παιδιά θα ξαναέρθει πάλι η χαρά και αν θα ξαναζήσουν πάλι μια γλυκιά πασχαλιά. Για τον Ευαγγελινό μπορεί αλλά για την Μόρφω όχι. Εκείνη ένιωθε το κενό και την απουσία της μητέρας της επειδή ήξερε ότι δεν θα την ξαναέβλεπε.
Επιμέλεια: Μποροδήμου Όλγα, Βλάχου Βασιλική, Σταύρου Σπυριδούλα, Στεργίου Πέτρος, Μπέλλος Χρήστος

Υπηρέτρα

Η υπηρέτρα είναι ένα κείμενο που αναφέρεται σε μια πανέμορφη κόρη που αγαπούσε τον πατέρα της πάρα πολύ . Μια μέρα που ο μπαρμπα-Διόμας έφυγε με την βάρκα του στο απέναντι νησί για να κάνει παράπονα που δεν του έχει έρθει ακόμα η σύνταξη. Η Ουρανία πέρασε όλη την μέρα στο σπίτι της περιμένοντας τον πατέρα της να έρθει .Έκανε τις δουλειές ,έφαγε και το βράδυ αφού είδε ότι ο πατέρας της δεν είχε γυρίσει ανησυχούσε γιατί νόμιζε πως είχε πάθει κάτι κακό . Το βράδυ όλοι ετοιμάζονταν να πάνε στην εκκλησία .Μια γειτόνισσα της Ουρανίας καθώς φώναζε για να πάει η οικογένεια της στην εκκλησία την, ξύπνησε και εκείνη βγήκε στο μπαλκόνι ανησυχώντας για τον πατέρα της που έλειπε ακόμα . Εκεί είδε τον Αργυράκη να πηγαίνει στην εκκλησία πράγμα περίεργο γιατί ο Αργυράκης πήγαινε μια φορά τον χρόνο εκκλησία στα Βάγια ,αυτό έγινε γιατί η γυναίκα του είδε εφιάλτη και φοβόταν μήπως της έκαναν μάγια οι γύφτοι από απέναντι . Έξω από το σπίτι της Ουρανίας συναντήθηκε ο Αργυράκης με τον Νταραδήμο και έπιασαν την κουβέντα, εκεί που συζητούσαν έφεραν στην κουβέντα τους τον μπαρμπα-Διόμα ο οποίος έλειπε όλη μέρα ο Αργυράκης τους είπε να σωπάσουν και τους είπε ψιθυριστά πως ο μπαρμπα-Διόμας μάλλον πνίγηκε . Η καημένη η Ουρανία το άκουσε , έβαλε μια κραυγή , άρχισε να κλαίει και η θεία της που ούτε καλημέρα δεν της έλεγε ,πήγε να της συμπαρασταθεί . Ο μπαρμπα-Διόμας έμπειρος στην θάλασσα διότι δούλευε σαν ναυτικός από 10 ετών , φορτωμένος διάφορα φορτία , αναποδογύρισε με την βάρκα αλλά ευτυχώς δεν πνίγηκε , πράγμα που δεν μπορούμε να πούμε και για τα φορτία του τα οποία κατέληξαν στον πάτο της θάλασσας . Ύστερα από 2 ώρες ένα πλοίο πλησίασε τη βάρκα του μπαρμπα-Διόμα , εκείνος μόλις κατάλαβε ότι τον πλησίασε το πλοίο λιποθύμησε . Οι ναύτες τον πήραν και τον έντυσαν . Ο κυβερνήτης διέταξε το πλοίο να γυρίσει πίσω στο λιμάνι για να τον επιστρέψουν στην οικογένεια του . Οι ναύτες ήθελαν να του προσφέρουν διάφορα θερμαντικά ποτά αλλά εκείνος προτίμησε να πιει κρασί με το οποίο ήταν φορτωμένο το πλοίο . Η θεία μάταια προσπαθούσε να παρηγορήσει την Ουρανία μέχρι τουλάχιστον να έρθει η γυναίκα του Νταραδήμου για να αναγγείλει ότι ο μπαρμπα-Διόμας ηταν ζωντανός .Ύστερα όταν ήρθε σπίτι ο μπαρμπα-Διόμας αγκάλιασε την κόρη του η οποία έκλαιγε με δάκρυα χαράς αφού ο πατέρας της ήταν ζωντανός και ας μην έφερε τίποτα από αυτά που είχε στην βάρκα.

Επιμέλεια: Κώτσιας Στέφανος, Μπάρη Ζωή, Βενέτης Αλέξανδρος, Σταύρου Ανδρέας

Το μοιρολόγι της φώκιας

Το κείμενο αναφέρεται στην ιστορία μιας γριάς με το όνομα Λούκαινα . Η γρια-Λούκαινα είναι μια φτωχή γυναίκα χτυπημένη από τη μοίρα . Μια μέρα λοιπόν η Λούκαινα κατέβηκε στη θάλασσα για να πάει για πλύσιμο τα ρούχα . Στον δρόμο καθώς κατέβαινε το μέρος που οδηγούσε εκεί που ήθελε να πάει να πλύνει τα ρούχα τραγουδούσε μοιρολόγια για το θάνατο των 5 παιδιών της όπως και για τον άντρα της που πέθανε τελευταίος . Τώρα το μόνο που της έχει απομείνει είναι τα 3 της παιδιά 2 από αυτά αγόρια και 1 κορίτσι . Ο μεγάλος γιος ήταν στην Αυστραλία ενώ ο μικρός ταξίδευε με τα καράβια στη Μεσόγειο . Αντίθετα η κόρη της δεν έφυγε , κάθισε μαζί της και μάλιστα είναι παντρεμένη με 6 παιδιά . Τέλος πάντων καθώς ξεκίνησε η γριά - Λούκαινα να πλένει άρχισε να ακούει έναν ευχάριστο ήχο . Διαπίστωσε ότι ήταν ένας νεαρός σε ηλικία , βοσκός που έπαιζε φλογέρα . Όλοι όσοι ήταν πίσω από θάμνους . Εκείνο το διάστημα σε εκείνη την περιοχή , ήταν αραγμένο ένα πλοίο , το οποίο αντιμετώπιζε πρόβλημα στα πανιά . Εκεί τριγύρω ήταν και μια φώκια που όταν άκουσε το βοσκό να παίζει φλογέρα πήγε πιο κοντά για να απολαύσει τον ήχο . Μετά από λίγη ώρα η 9χρονη εγγονή της Λούκαινας και πιο μεγάλη από τα αδέλφια της , η Ακρίβούλα , ξεκινάει να κατέβει προς τα κάτω για να βρει την γιαγιά της , για να παίξει στα κύματα . Τον δρόμο για τη θάλασσα δεν τον ήξερε απόλυτα σίγουρα και έτσι ακολούθησε τον ήχο της φλογέρας ελπίζοντας πως θα της δείξει το δρόμο για να βρει τη γιαγιά της . Βλέποντας το νεαρό βοσκό να παίζει με τη φλογέρα του , εντυπωσιάστηκε αλλά βλέποντας το φως του ήλιου να πέφτει αποφάσισε διστακτικά να κατέβει το απότομο μονοπάτι . Στην προσπάθεια της να κατέβει , αποφάσισε να πάρει το δρόμο της επιστροφής γιατί φοβήθηκε. Αλλάζοντας όμως ξανά γνώμη γύρισε για να κατέβει το απότομο μονοπάτι και έπεσε στην θάλασσα . Η γιαγιά της αφού τέλειωσε την μπουγάδα καθώς γύριζε για το σπίτι και ακούγοντας τον ήχο που έκανε η βουτιά της εγγονής της στο νερό το αγνόησε μη ξέροντας ότι έπεσε άνθρωπος . Μετά από λίγη ώρα η φώκια βρήκε την μικρή Ακριβούλα νεκρή και της απήγγειλε ένα μοιρολόι.

Επιμέλεια:  Γκενές Σπύρος,  Μηνούσης Βασίλης, Ζιάγκος Θεοφάνης, Μητσάκης Δημήτρης.

Στο Χριστό στο Κάστρο

Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα στο σπίτι του παπα-Φραγκούλη προέκυψε ως θέμα συζήτησης η φήμη που κυκλοφορούσε στο χωριό σχετικά με τον αποκλεισμό δυο νέων , του Γιάννη και του Αργύρη, στο Κάστρο. Η παρέα και η οικογένεια του ιερέα αναζητούν άσκοπες λύσεις οι οποίες δεν είναι εφικτές εξαιτίας της βαρυχειμωνιάς και της φουρτούνας. Παρά τις έντονες αντιδράσεις ο ιερέας προτείνει να λειτουργήσει το Χριστό στο Κάστρο ώστε να πραγματοποιήσουν το τάμα που είχε κάνει για το γιο του και παράλληλα να φέρουν βοήθεια στους αποκλεισμένους. Αλλά για να επιτευχθεί ο στόχος απαιτείται η συμβολή του μπάρμπα-Στεφανή του Μπέρκα, ο οποίος με μεγάλη προθυμία δέχεται να βοηθήσει. Έτσι ξεκινούν αμέσως τις απαραίτητες προετοιμασίες για τη συντήρησή τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Το επόμενο πρωί, πριν την αναχώρησή τους λαμβάνει χώρα μια απρόσμενη συγκέντρωση πλήθους, με σκοπό να τους συνοδέψει μέχρι το Κάστρο. Το ταξίδι ξεκινά με καλούς οιωνούς, στη συνέχεια όμως οι επιβάτες έρχονται αντιμέτωποι με πολυάριθμες άσχημες καιρικές συνθήκες. Βέβαια, ο παπα- Φραγκούλης προσπαθεί να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα με τα αστεία του, τα οποία προκαλούν το γέλιο όλων. Μετά από πολύωρο ταξίδι, έφτασαν στον προορισμό τους. Πήραν τις αποσκευές τους και κατευθύνθηκαν προς το Κάστρο. Κατά τη διάρκεια της ανάβασης, η φασαρία που προκαλεί το πλήθος γίνεται αντιληπτή από τους αγνοούμενους και έτσι καταλήγουμε στη συνάντησή τους, καθώς και την αφήγηση των περιπετειών τους .Μετά από μια εκτενή περιγραφή του Κάστρου, μας παρουσιάζεται και ο ναός , ως μικρός και μεγαλοπρεπής . Ακολουθεί η είσοδος των πιστών, η οποία συνδέεται με την αγαλλίαση του πλήθους .Η λειτουργία ξεκινά αλλά διακόπτεται εξαιτίας των αιφνίδιων κραυγών από την παραλία του Κουρούπη. Η δράση κορυφώνεται όταν μια μερίδα του πλήθους σπεύδει προς αναζήτηση της πηγής των κραυγών. Έπειτα από πολύωρη ανησυχία επιστρέφουν στο Κάστρο με τους ναυαγούς. Τελικά, οι παρευρισκόμενοι γιορτάζουν πλουσιοπάροχα τα Χριστούγεννα και την επόμενη μέρα παίρνουν το δρόμο της επιστροφής για το χωριό τους.
Επιμέλεια: Κουτσούλη Χρυσοβαλάντω, Ντέλλου Μαρία, Πίκουλη Αντιγόνη, Στεργίου Βασιλική, Φειδεροπούλου Βίκυ

Οι Μάγισσες

Ο Α. Παπαδιαμάντης στο διήγημα του «οι Μάγισσες» αναφέρεται στην ιστορία τριών μαγισσών και στον τραγικό θάνατο της μίας εξ’ αυτών. Αφορμή της διήγησης αποτελεί η εκδρομή στο τόπο θανάτου της. Ο γέρο-Παρθένης που βρισκόταν στην περιοχή εκείνη αντιλήφθηκε την παρουσία τριών γυμνών γυναικών στο γειτονικό ερείπιο. Ο γέροντας μένει έκπληκτος αντικρίζοντας τις τρεις γυναίκες να κάνουν μάγια, επικαλούμενες τη Σελήνη. Η πρώτη επιθυμεί να κάνει γιο, η δεύτερη να βλάψει την εχθρό της και η τρίτη να προσελκύσει έναν άντρα. Ο ηλικιωμένος άντρας γίνετε αντιληπτός εξαιτίας της κραυγής που αφήνει, εξαπολύει ψεύτικες απειλές για να τις εκφοβίσει και πετυχαίνει το σκοπό του. Την επόμενη μέρα όλοι έρχονται αντιμέτωποι με τον αιφνίδιο θάνατο της Μυρμήγκαινας. Φήμες πλανώνται για την ταυτότητα των άλλων δυο μαγισσών, καθώς είναι βέβαιοι για την Μυρμήγκαινα. Τέλος, οι άλλες μάγισσες διατηρούν εγωκεντρική στάση, αναλογιζόμενες τις επιπτώσεις που θα αντιμετωπίσουν σε περίπτωση που αποκαλυφθεί η συμμετοχή τους στην τελετουργία.
Επιμέλεια: Κουτσούλη Χρυσοβαλάντω, Ντέλλου Μαρία, Πίκουλη Αντιγόνη, Στεργίου Βασιλική, Φειδεροπούλου Βίκυ

Ο Γαγάτος και το άλογo

Το κείμενο αυτό του Παπαδιαμάντη, έχει κυρίως ρόλο διδακτικό. Αναφέρετε στην ιστορία ενός ανθρώπου με το όνομα Κώστας Γαγάτος. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος είχε αποκτήσει πολλά χρήματα, αλλά δεν ήξερε κανένας τον τρόπο , παρά μόνο η μάνα του η Μαγιακώ που λίγο πριν ξεψυχήσει ο άντρας της πήρε το κομπόδεμά του με τις λίρες και το έριξε στο πηγάδι της αυλής τους. Μετά το θάνατό του άντρα της και ενώ έψαχναν όλοι τις λίρες η Μαγιακώ είπε στο γιό της να πάει να πάρει το κομπόδεμα από εκεί που το είχε κρύψει. Μετά από όλα αυτά τα γεγονότα ο Κώστας ο Γαγάτος έγινε τοκιστής του χωριού και άρχισε να εκμεταλλεύεται τους χωριανούς του δανείζοντάς τους χρήματα προκειμένου να επεκτείνει τις περιουσίες τους. Στην πραγματικότητα όμως αποσκοπούσε να κερδίσει όσα περισσότερα μπορούσε από αυτούς. Για παράδειγμα κάποτε είχε πείσει έναν χωρικό, τον Γιάννη τον Περιβόλα να πουλήσει το παλιό του άλογο και να αγοράσει ένα καινούριο δανείζοντας του 300 δραχμές . Μετά από έξι πληρωμής ο Γιάννης ο Περιβόλας δεν ήξερε πόσα του είχε δώσει και πόσα του χρωστούσε και επειδή εκείνη την περίοδο ο Γιάννης δεν είχε χρήματα , ο Γαγάτος του έκανε αγωγή και κατέληξαν στα δικαστήρια .Εν τέλει ο Γαγάτος του πήρε το άλογο αλλά επειδή δεν είχε καμία σημασία για αυτόν το έδωσε στο γιο του τον Θοδωρή ο οποίος ήταν πλασμένος καβαλάρης . Αφού ασχολήθηκε μαζί του για μια ολόκληρη μέρα , μόλις έπεσε το φως του ηλίου το πήγε στο στάβλο για να κοιμηθεί . Το επόμενο πρωί βρέθηκε νεκρό και ένας κτηνίατρος έδωσε διάγνωση ότι πέθανε επειδή αποχωρίστηκε το αφεντικό του .
Επιμέλεια:  Γκενές Σπύρος,  Μηνούσης Βασίλης, Ζιάγκος Θεοφάνης, Μητσάκης Δημήτρης.

Το Χριστόψωμο

Το Χριστόψωμο θέλει να μας μιλήσει για μια κακιά πεθερά η οποία αντιπαθούσε την νύφη της επειδή δεν έκανε παιδιά και ήταν στείρα. Ο Καντάκης ο γιος της πεθεράς υποστηρίζει τη γυναίκα του την Διαλεχτή την οποία έβριζε και κακολογούσε η γριά Καντάκαινα. Ο Καντάκης ήταν ναυτικός και όποτε επέστρεφε από τα ταξίδια του τον έπαιρνε στο σπίτι και του έβαζε λόγια για τη γυναίκα του. Αυτός έπειτα έπινε και όταν γυρνούσε σπίτι κουρασμένος, μεθυσμένος και εξαγριωμένος από αυτά που έλεγε η μητέρα του, χτυπούσε την Διαλεχτή. Την παραμονή των Χριστουγέννων το 186… ο καπεταν Καντάκης έπλευσε για την απέναντι νήσο με διάφορα φορτία ελπίζοντας πως θα προλάβει να γυρίσει σπίτι του για τα Χριστούγεννα ,αλλά ο άνεμος ήταν πολύ δυνατός και δεν επέτρεπε να φύγουν τα πλοία . Μόλις ηρέμησε ο άνεμος οι ναύτες στο λιμάνι έβαλαν στοίχημα για το πότε θα φτάσει ο Καντάκης σπίτι του ,μόνο που η Διαλεχτή δεν το ήξερε αυτό και δεν περίμενε τον άνδρα της και δείπνησε μόνη της όπως ήταν και όλη την ημέρα εκτός από το απόγευμα που την επισκέφθηκε η πεθερά της , να της ευχηθεί να κάνει παιδιά με το γνωστό της ύφος απέναντι στη Διαλεχτή πηγαίνοντας της ένα Χριστόψωμο για δώρο και όταν η Διαλεχτή της είπε πως θα το φυλάξει για τα Φώτα ,τότε η γριά Καντάκαινα με ένα πανικόβλητο ύφος της είπε πως όχι, τα Φώτα θα φτιάξει δικό της όπως όλες οι νοικοκυρές αυτό θα πρέπει να το φάει μόνη της τώρα . Το βράδυ τα μεσάνυχτα η Διαλεχτή είχε πάει στην εκκλησία, εκεί της είπαν ότι επέστρεψε ο άντρας της και όταν τον βρήκε να κάθεται στα σκαλιά του σπιτιού εκείνος της είπε πως έπεσε από την βάρκα αλλά είναι καλά . Η Διαλεχτή του πήγε στεγνά ρούχα ,του έβαλε κρέας στα κάρβουνα επειδή είχε φάει εκείνη και ύστερα ξαναπήγε στην εκκλησία λέγοντας στην πεθερά της πως ο γιος της θέλει να την δει το πρωί Ο Καντάκης μόνος του στο σπίτι πήρε μαζί με το κρέας το χριστόψωμο τα κατάλαβε όλα και από τότε η Καντάκαινα υποστήριζε την Διαλεκτή όταν την κατηγορούσε το χωριό επειδή ήταν η μόνη που ήξερε την αλήθεια. 
Επιμέλεια: Κώτσιας Στέφανος, Μπάρη Ζωή, Βενέτης Αλέξανδρος, Σταύρου Ανδρέας

Η κάλτσα της Νώενας

Το σκήνικο διαδραματίζεται ένα καλοκαιρινό βράδυ σε ένα καφενείο στα τέλη του 19 αιώνα. Εκεί υπάρχουν δυο παρέες. Η πρώτη αποτελείται από ένα ζευγάρι, μια ανύπαντρη κοπέλα και έναν νεαρό οι οποίοι χαρακτηρίζουν με σατηρική διάθεση διηγήματα της Παλαιάς Διαθήκης και συγκεκριμένα τον τρόπο με τον τρόπο με τον οποίο κατάφεραν να επιβιώσουν διάφορα έντομα στην κιβωτό του Νώε.Κάποιος αναφέρει την περίπτωση να μπήκαν στη κάλτσα της γυναίκας του Νώε και άλλος να κόλλησαν στα γένια του Νώε. Στην άλλη παρέα υπάρχει ενας ρασοφόρος φοιτητής Ριζαρείου εκκλησιαστικής σχολής και άλλοι δυο αντρες. Η συζήτηση αφορά διηγήσεις της Αγίας Γραφής και αναφέρεται στο γαϊδούρι του Βαλαάμ το οποίο μη θέλοντας να αφήσει τους ανθρώπους να απομακρυνθούν από το Θεό μίλησε με ανθρώπινη φωνή. Ο νεάρος όχι μόνο αμφισβητεί το γεγονός αυτό αλλά κάνει λάθος στο όνομα του Βαλαάμ και τον ονομάζει Βαρλαάμ. Ο νεαρός της διπλανής παρέας που ακούει την συζήτηση και σχολιάζει με σάτηρα πάλι τα λόγια του φοιτητή λέγοντας του πως δεν υπάρχει λόγος να φορά τα ράσα και να φοιτά σε εκκλησιαστική σχολή από την στιγμή που δεν έχει επίγνωση τον σημαντικότερων θρησκευτικών γεγονότων, κάνει λάθη στα ονόματα προφητών και δεν ενδιαφέρεται για την λατρεία του Θεού. Καταλήγει λέγοντας πως πρέπει οι Έλληνες να σταματήσουν να είναι ‘αχαρακτήριστοι’ Γραικύλοι. 
Επιμέλεια: Μποροδήμου Όλγα, Βλάχου Βασιλική, Σταύρου Σπυριδούλα, Στεργίου Πέτρος, Μπέλλος Χρήστος

Ζωγραφίζοντας σκηνές από τον πνευματικό κόσμο του Αλ. Παπαδιαμάντη


Σκηνή από το διήγημα "Στο Χριστό στο Κάστρο"
Έργο της μαθήτριας Βίκυς Φειδεροπούλου



Η γειτονιά του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Έργο του μαθητή Αλέξανδρου Βενέτη


Ο π. Αδαμάντιος, πατέρας του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Έργο της μαθήτριας Βλάχου Βασιλική


Ο πατέρας του Αλ. Παπαδιαμάντη, π. Αδαμάντιος
Έργο του μαθητή Σπύρου Γκενέ 


Σκιάθος, το νησί του Παπαδιαμάντη
Έργο του μαθητή Σπύρου Γκενέ


Σκηνή από το διήγημα "Το Μοιρολόγι της Φώκιας"
Έργο του μαθητή Σπύρου Γκενέ


Σκηνή από το διήγημα "Ο Γαγάτος και τ' άλογο"
Έργο του Σπύρου Γκενέ


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, προσωπογραφία
Έργο του μαθητή Θεοφάνη Ζιάγκου


Σκηνή από το διήγημα "Στο Χριστό στο Κάστρο"
Έργο του  μαθητη Ζιάγκου Θεοφάνη


Το σπίτι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Έργο της μαθήτριας Κουτσούλη Βάλιας


Η οικία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Έργο του μαθητή Κώτσια Στέφανου


Σκηνή από το διήγημα "Άνθος του Γιαλού"
Έργο του μαθητή Μηνούση  Βασίλειου


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Έργο των μαθητών Βασίλη Μηνούση και Δημήτρη Μητσάκη


Σκηνή από το διήγημα "Της Κοκκώνας το σπίτι"
Έργο του μαθητή Δημήτρη Μηστάκη


Σκηνή από το διήγημα "Η στοιχειωμένη κάμαρα"
Έργο της μαθήτριας Μπάρη Ζωής


Προσωπογραφία του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη 
Έργο του μαθητή Χρήστου Μπέλλου


Σκηνή από το διήγημα "Στο Χριστό στο Κάστρο"
Έργο της μαθήτριας Μποροδήμου Όλγας


Το κάστρο 
Έργο της μαθήτριας Ντέλλου Μαρίας


Σκηνή από το διήγημα "Στο Χριστό στο κάστρο"
Έργο της μαθήτριας Ντέλλου Μαρίας


Σκηνή από το διήγημα "Υπηρέτρα"
Έργο του μαθητή Στεργίου Πέτρου


Σκηνή από το διήγημα "Οι Μάγισσες"
Έργο της μαθήτριας Αντιγόνης Πίκουλη


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Έργο του μαθητή Σταύρου Ανδρέα


Ταξιδεύοντας στα έργα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
Έργο της μαθήτριας Σπυριδούλας Σταύρου


Σκηνή από το διήγημα "Στο Χριστό στο Κάστρο"
Έργο της μαθήτριας Βασιλικής Στεργίου

Έντυπη Βιβλιογραφία


 Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος, Άπαντα, Τόμοι 1-5, Εκδ., Δόμος (Ν.Δ Τριανταφυλλόπουλος) , Αθήνα 1997.
Μωραϊτίδης Αλέξανδρος, Εγκυκλοπαίδεια , Πάπυρος, Λαρούς, Μπριτάννικα , Τόμος 44 , Αθήνα 1990, Σελ. 279 .
Παπαδιαμάντης Αλέξανδρος , Εγκυκλοπαίδεια , Πάπυρος , Λαρούς , Μπριτάννικα , Τόμος 48 , Αθήνα 1991 , Σελ. 98-99.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Βαρδιανός στα Σπόρκα και άλλα διηγήματα», εκδ «Εστίας» ,Αθήνα 1999.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Ναυαγίων Ναυάγια και άλλα διηγήματα , εκδ. «νεφέλη» Αθήνα 1990.
Αλέξανδρος  Παπαδιαμάντης «όνειρο στο κύμα και άλλα διηγήματα» εκδ «εστίας» Αθήνα 1999.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Τα ρόδινα Ακρογιάλια και άλλα διηγήματα »εκδ «εστίας », Αθήνα 1999.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου και άλλα διηγήματα» ,εκδ. Νεφέλη , Αθήνα 1998 .
«Β. Σποράδες (Σκιάθος , Σκόπελος , Αλόννησος)»,Επτά ημέρες αφιέρωμα της εφημ. «Η Καθημερινή», Αθήνα 1998.
«Έλληνες Πεζογράφοι (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης , Γρηγόριος Ξενόπουλος, Δημοσθένης Βουτήρης) Επτά ημέρες αφιέρωμα της εφημ. «Η Καθημερινή», Αθήνα 2002.

Ηλεκτρονική Βιβλιογραφία


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_magisses.html

 

Oλόκληρο το διήγημα του Παπαδιαμάντη «οι Μάγισσες»

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/sto_xristo_sto_kastro.htm

 

Oλόκληρο το διήγημα του Παπαδιαμάντη «Στο Χριστό στο κάστρο»

http://users.sch.gr/papangel/sch/lit/mk.papadiamantis_mirologi.htm

Η χήρα του Νεομάρτυρος

Η ΧΗΡΑ ΤΟΥ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΟΣ
Επιμέλεια: Αδαμαντία Μπέλλου, Δημήτρης Πατσέας, μαθητές του Α2
Είχε αρχίσει να νυχτώνει όταν ο Γιάννης ο Μουτζούρης γύρναγε από τα χωράφια του. Ξαφνικά στο δρόμο της επιστροφής περνώντας από το νεκροταφείο του χωριού διέκρινε μες στο σκοτάδι τη σκιά ενός ανθρώπου σκυμμένου πάνω από ένα μνήμα. Γεμάτος περιέργεια πέρασε την πόρτα του νεκροταφείου όπου είδε έναν άνδρα που έμοιαζε με καλόγερο να προσεύχεται πάνω από το μνήμα της κυρά Χρυσής που μόλις εκείνη τη μέρα είχε θαφτεί εκεί. Ο Γιάννης ο Μουτζούρης του φώναξε από μακριά τι κάνει εκεί αλλά τα λόγια του δεν βρήκαν ανταπόκριση μόνο που ο ξένος σταμάτησε να προσεύχεται. Αφού πλησίασε πιο κοντά τον ρώτησε αν γνώριζε τη γυναίκα και αυτός απάντησε πως ναι.. Ο Γιάννης κατάλαβε ότι ο ξένος δεν ήθελε να μιλήσει έτσι τον προσκάλεσε αν ήθελε να του μιλήσει να πήγαινε να τον βρει σ’ένα καπηλειό λίγα μέτρα μακριά..
Μετά  από ένα τέταρτο, ο ξένος εμφανίστηκε στο καπηλειό και πήγε και κάθισε δίπλα στο Γιάννη. Ο Γιάννης άρχισε πρώτος και τον ρώτησε αν γνώριζε την κυρά-Χρυσή αλλά εκείνος απάντησε πως γνώριζε λίγο τον άνδρα της. «Ποιόν απ’όλους..» ρώτησε ο μπάρμπα-Γιάννης,  μιας και η γριά Χρυσή είχε παντρευτεί τρείς φορές. Ο ξένος με βαθύ αναστεναγμό είπε πως γνώριζε τον πρώτο της άνδρα. «Ο Θεός να ελεήσει την ψυχή μου! Είμαι πολύ αμαρτωλός άνθρωπος» ήταν τα τελευταία του λόγια. Ο μπάρμπα-Γιάννης απόρησε τι συμβαίνει.Ο ξένος συνέχεια επανέλαβε τη φράση «είμαι αμαρτωλός». Μετά από πολλές ερωτήσεις του Γιάννη ο ξένος θεώρησε ότι θα ήταν καλύτερο να του πει ο ίδιος τι γνώριζε γιατί ο ίδιος δεν είχε καμιά περιέργεια αφού αυτά που θα του έλεγε τα ήξερε. Έτσι ο Γιάννης άρχισε να αφηγείται την ιστορία του πρώτου άνδρα της κυρά-Χρυσής.
Ο πρώτος σύζυγός της ήταν ένας ναυτικός που τον έλεγαν Κωνσταντή με τον οποίο είχε αποκτήσει μια κόρη.Ο Κωνσταντής πήγε στην Πόλη απ’όπου εμπορευόταν κρασί και έλαια. Εκείνες τις μέρες ανάμεσα στους Χριστιανούς πωλητές και τους Οθωμανούς αγοραστές αναπτύχθηκε έντονη διαφωνία που οδήγησε στο θάνατο ενός Τούρκου.Τότε οι Τούρκοι συνέλαβαν τον Κωνσταντή ως ύποπτο για το φόνο. Αφού τον ανέκριναν βίαια αυτός συνέχιζε να ισχυρίζεται την αθωότητα του.Ο δικαστής είχε αφήσει ελεύθερους τους συντρόφους του αλλά μετά έκρινε αναγκαίο να τους ξανασυλλάβει για ανάκριση. Και αυτοί όμως ισχυρίζονταν τα ίδια με τον Κωνσταντή έτσι τους άφησε ελεύθερους. Ο δικαστής ανέκρινε ξανά τον Κωνσταντή, ο οποίος ορκίστηκε στην πίστη του ότι δεν σκότωσε αυτός τον Τούρκο. Αυτός αμέσως απάντησε πως η πίστη του είναι ψεύτικη. Ο Κωνσταντής επέμενε ότι η πίστη του ήταν αληθινή. Οι Τούρκοι τον πίεζαν να ομολογήσει λέγοντάς του ότι αφού είναι αθώος ας γίνει μουσουλμάνος για να τον πιστέψουν. Εκείνος όμως κατηγορηματικά αρνήθηκε όταν ακόμα απειλήθηκε να κρεμαστεί. Αφού ο δικαστής τον ρώτησε αν αλλάζει την πίστη του για τελευταία φορά και εκείνος αρνήθηκε ξανά ο δικαστής αποφάσισε να τον κρεμάσει. Αφού έφτασαν στην αγχόνη και παρά τις πιέσεις των Τούρκων ο Κωνσταντής  τελικά κρεμάστηκε με τις τελευταίες του λέξεις να είναι «Μνήσθητί μου, Κύριε ». Οι παλιοί του σύντροφοι μετά από τρία χρόνια  πήραν από την Πόλη τα κόκαλα του Κωνσταντή που μύριζαν ρόδα και βασιλικό και τα τοποθέτησαν στο ιερό βήμα του παρεκκλησιού.
Η κυρά-Χρυσή μαθαίνοντας τα άσχημα νέα θρήνησε τον άντρα της και μετά από δύο χρόνια ξαναπαντρεύτηκε. Λίγες μέρες μετά από το γάμο της είδε στον ύπνο της τον Κωνσταντή με μια θηλιά στο λαιμό να την ρωτάει «Χρυσή, με ξέχασες…». Η κυρά-Χρυσή ξύπνησε με πυρετό και με πόνο στο ένα της αυτί. Με πόνους γέννησε το δεύτερο παιδί της και τότε πέθανε το πρώτο της παιδί, μετά από λίγο καιρό ο σύζυγος της και η Χρυσή έμεινε κουφή από το ένα της αυτί. Η Χρυσή θρήνησε το δεύτερο σύζυγό της και μετά από λίγο καιρό πέθανε και το δεύτερο παιδί της. Μετά από τρία χρόνια η Χρυσή παντρεύεται τον τρίτο της άντρα και μετά από λίγες μέρες ξαναβλέπει στον ύπνο της τον Κωνσταντή να της λέει «Χρυσή όλο με ξεχνάς». Η Χρυσή ξυπνά πάλι με πυρετό και πόνο στο άλλο της αυτί. Έτσι λίγο αργότερα πεθαίνει και ο τρίτος της σύζυγος και η Χρυσή μένει κουφή. Αυτή ήταν η γριά-Χρυσή όπως την ονόμαζαν.
«Έτσι έγινε..» είπε ο ξένος στον μπάρμπα-Γιάννη . «Δηλαδή όλα αυτά τα ήξερες..» είπε ο Γιάννης. «Ναι, και κάτι παραπάνω» ήταν η απάντηση του ξένου. Ο μπάρμπα-Γιάννης απόρησε τι παραπάνω να γνώριζε. «Ότι λείπει απ’όλη την ιστορία» είπε ο ξένος. Ο Γιάννης δεν κατάλαβε και ο ξένος του εξήγησε ότι αυτό που λείπει είναι ποιος ήταν αυτός που σκότωσε τον Τούρκο… και ο ξένος έφυγε. Ο Γιάννης κατάλαβε και καθώς ο ξένος έφευγε άκουσε τη φράση «Ο Θεός να ελεήση την ψυχή μου».      

Το μοιρολόγι της Φώκιας

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ
Επιμέλεια: Αγγελική Ουζεΐρ, Θεοδώρα Μεντή, μαθήτριες του Α2
Το διήγημα «Το μοιρολόγι της φώκιας» μας περιγράφει ένα χωριό όπου κοντά υπάρχει  ένας γιαλός που ονομάζεται «Το κογχύλι». Συνήθως τα βράδια κατέβαινε στο γιαλό μια γριά, το όνομα της ήταν Λούκαινα, για να πλύνει τα μάλλινα σεντόνια της ή να τα ξεγλυκάνει  στη βρύση που την είχαν ονομάσει «Γλυφονέρι». Καθώς κατέβαινε το μονοπάτι άρχιζε το μοιρολόγι για τα πέντε παιδιά της που είχε θάψει, επίσης και τον άντρα της, και της είχαν απομείνει δυο υιοί και μια κόρη αλλά και αυτοί ήταν ξενιτεμένοι.
Όταν η γριά Λούκαινα ξαναπήγε ως συνήθως εκείνη τη φορά της έτυχε ένα ασυνήθιστο γεγονός που δεν της είχε τύχει άλλη φορά. Καθώς έπλενε βλέπει μέσα στο γιαλό ένα κοιμητήριο μέσα στο υπήρχαν λείψανα από χρυσές γόβες, κεντήματα, σκελετοί ανθρώπων κ.α. Όμως το συναρπαστικό είναι ότι στο κοιμητήριο υπήρχε ένας βοσκος που έπαιζε φλογέρα. Μια φώκια βοσκούσε εκεί στα βαθιά στα κρυστάλλινα νερά, άκουσε το σιγανό μοιρολόι της γριάς και τη φλογέρα του βοσκού και υποκλινόταν μέσα στα νερά καθώς έβγαινε στα ρηχά
Η γριά είχε μια εγγονή την Ακριβούλα την οποία είχε στείλει η μητέρα της στην γιαγιά της αλλά δεν ήξερε το δρόμο. Όπως προχωρούσε άκουσε την φλογέρα και ακολουθούσε αυτό το δρόμο. Αφού καμάρωνε το βοσκό ανακάλυψε ένα απότομο μονοπάτι και πήρε το κατήφορο για να ανταμώσει την γιαγιά της. Η μικρή όμως τα έβλεπε πλέον δύσκολα εν τω μεταξύ είχε σκοτεινιάσει πια και δεν ήξερε τι να κάνει. Προσπάθησε να ξαναγυρίσει πίσω αλλά δεν τα κατάφερε και γλύστρισε και έπεσε στο κύμα. Ο βοσκός άκουσε κάτι αλλά δεν ήταν και σίγουρος γιατί δεν είχε νιώσει την απουσία της μικρής. Η γριά Λούκαινα αφού είχε νυχτώσει ήδη, ετοιμάστηκε για την επιστροφή αλλά στη μέση του δρόμου άκουσε το θόρυβο. Νόμιζε όμως ότι ήταν ο βοσκός και πέταγε πέτρες στο γιαλό και ακολούθησε το δρόμο της. Ο βοσκός συνέχισε να σιγοπαίζει τη φλογέρα του. Ενώ η φώκια βρήκε το πνιγμένο σώμα της μικρής Ακρίβουλας και άρχισε  να  το μοιρολογά.
Το μοιρολόγι της φώκιας όπου το μετάφρασε ένας γέρος ψαράς έλεγε τα εξής:
Αυτή ήταν η Ακριβουλα
η εγγονη της γριάς Λούκαινας
«τα φύκια να είναι τα στεφάνια της
τα  κογχύλια τα προικιά της
κι η γριά ακόμη μοιρολογά
τα γεννοβόλια της τα παλιά.
Σαν να είχαν ποτέ τελειωμό
τα πάθη και οι καημοί του κόσμου.               

Ο κοσμοκαλόγερος Παπαδιαμάντης

Διά χειρός Ανδρομάχης Καψάλη, μαθήτριας του Α1

Η ζωή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Η ζωή του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Επιμέλεια: Ελένη Πάσχου, Ευφροσύνη Πάντου, μαθήτριες του Α2

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντη γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου 1851 και απεβίωσε σε ηλικία 60 ετών στις 3 Ιανουαρίου 1911. Ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες λογοτέχνες, επονομαζόμενος και ως «ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε μια πολυμελή οικογένεια και λόγω του επαγγέλματος του πατέρα του, απέκτησε από νωρίς εξοικείωση με τα εκκλησιαστικά πράγματα.
Η πρώτη του επαφή με τα γράμματα ήταν στο νησί του, στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού όπου ήταν εσωτερικός. Αργότερα φοίτησε στο Γυμνάσιο της Χαλκίδας, στον Πειραιά και τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Κατά τη διάρκεια των μαθητικών του χρονών, χρειάστηκε πολλές φορές να διακόψει την φοίτηση λόγω οικονομικών προβλημάτων. Παρολ’ αυτά δεν πτοήθηκε αλλά αγωνίστηκε να βγάλει το χαρτζιλίκι του προγυμνάζοντας μαθητές. Σε ηλικία 21 ετών αποπειράθηκε να γίνει μοναχός, γι’ αυτό τον λόγο επισκέφτηκε το Άγιο Όρος το 1872, μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο. Εκεί έμεινε 8 μήνες ως δόκιμος μοναχός, αλλά τελικά επέστρεψε στην Αθήνα, θεωρώντας τον εαυτό του ανάξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα».
Στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, την οποία δε κατάφερε να τελειώσει λόγω των οικονομικών προβλημάτων αλλά και αυτών της υγείας του που τον ταλάνιζαν. Απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας  γύρισε στο νησί του, αλλά όχι για πολύ, καθώς οι οικονομικές δυσκολίες τον ανάγκασαν να επιστρέψει πίσω.
Γενικά, έζησε μια ζωή απομόνωσης και μοναξιάς. Δεν έκανε εύκολα φίλους, διότι ήταν πολύ κλεισμένος στον εαυτό του. Αυτός ο αλλόκοτος τρόπος ζωής σε συνδυασμό με την πίστη και την αφοσίωση του στην Ορθόδοξη Εκκλησία τον έκαναν να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο.
Η ζωή του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα μέρα με την μέρα γινόταν και πιο δύσκολη. Τα οικονομικά προβλήματα, η υπερβολική επιθυμία για ποτό και η έλλειψη χρημάτων, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του έκαναν την κατάστασή του δραματική. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος και Αριστομένης Προβελέγγιος σε μια προσπάθεια τους να βγάλουν τον Παπαδιαμάντη από τον Γολγοθά στον οποίο βρισκόταν, οργανώνουν  το 1908 στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός» μια γιορτή με σκοπό τη συγκέντρωση ενός χρηματικού ποσού.
Τελικά ο Παπαδιαμάντης κατάφερε να βγει από τον οικονομικό αδιέξοδο και να αποφάσισε στις αρχές του 1908 να επιστρέψει στη Σκιάθο και να μην ξαναγυρίσει πίσω στην Αθήνα την πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος αποκαλούσε. Τρία χρόνια αργότερα, μετά από επιδείνωση της υγείας του, δεν άντεξε και έφυγε από την ζωή. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος απέκτησε πανελλήνιο χαρακτήρα.
Ορισμένοι ποιητές αλλά και εκδότες έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια και τεύχη αντίστοιχα αφιερωμένα στη μνήμη του μεγάλου Έλληνα λογοτέχνη. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το ότι ο Α. Παπαδιαμάντης δεν κατάφερε κατά τη διάρκεια της ζωής του να νιώσει τη περηφάνια και την ευχαρίστηση να δει τα έργα του να εκδίδονται. Όλα τα αριστουργήματά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του.
Τέλος, πολύ σημαντικό είναι να αναφερθεί το ότι ο Παπαδιαμάντης δεν είναι μόνο ένας σπουδαίος Έλληνας λογοτέχνης, αλλά ανήκει και στη λίστα των καλύτερων λογοτεχνών παγκοσμίως.

Σκιαγραφώντας τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη

Δια χειρός Ασημίνας Στεργίου, μαθήτριας του Α2
Υπεύθυνος καθηγητής: Ιωάννης Τάτσης, Θεολόγος